σακχαρόχρωμα

σακχαρόχρωμα
το, Ν
ουσία που έχει προκύψει από την χημική αντίδραση τής ζάχαρης και χρησιμεύει ως χρωστική ύλη σε διάφορα ποτά, όπως είναι η μπίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + χρώμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”